χλωρόπτιλος

χλωρόπτιλος
-ον, Α
αυτός που έχει πρασινωπά φτερά («πελειάδες χλωρόπτιλοι», Αιλ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο)-* + -πηλος (< πτίλον), πρβλ. -πτιλος, τετρά-πτιλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χλωρόπτιλοι — χλωρόπτιλος with green feathers masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλωρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθετο χλωρός και εμφανίζει τις σημασίες τού επιθέτου χλωρός, δηλαδή τόσο τη σημασία τού ωχρού, τού πρασινωπού (πρβλ. χλωρό πτιλος, χλωρο φύλλη) όσο και τη σημασία τού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”